βεβαιότερος

βεβαιότερος
βέβαιος
firm
masc nom comp sg
βέβαιος
firm
masc nom comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • υπέρτερος — η, ο / ὑπέρτερος, έρα, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ μτφ. αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει, ανώτερος, υψηλότερος αρχ. 1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά συγκριτικά με άλλον («τὰ δ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Αριστοφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՍՏԱՏԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0055 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 9c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. βεβαιότερος, ον firmior, ius. Առաւել հաստատ. սերտագոյն, պնդագոյն. եւ Հաւատագոյն. ստուգագոյն. *Ունիմք հաստատագոյն զբանն մարգարէական. ՟Բ. Պետ. ՟Ա. 19: *Օրէնս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”